- σκέπαστρο
- το / σκέπαστρον, ΝΑσκεπαστήριο, σκέπασμανεοελλ.1. κατασκεύασμα που χρησιμεύει για κάλυψη, απόκρυψη ή προφύλαξη2. στρ. οχυρωματικό έργο που προφυλάσσει τους σταθμούς διοίκησης, τους μαχητές, τα πυροβόλα, τα πυρομαχικά, τα οχήματα από τα εχθρικά πυρά3. πλαίσιο με υαλοπίνακες ή με διαφανές πλαστικό υλικό που χρησιμοποιείται για την κάλυψη και προφύλαξη φυτωρίων ή σπορείων4. φρ. «σκέπαστρο πυραύλων»τεχνολ. το κωνικό πρόσθιο τμήμα ενός πυραύλου, που προστατεύει το ωφέλιμο βάρος δορυφόρου ή διαστημοπλοίου κατά τη διέλευσή του από τα κατώτερα και πυκνότερα στρώματα τής ατμόσφαιρας και που, συνήθως, αποσπάται αργότερα από τον πύραυλο και πέφτειαρχ.κάλυμμα τής κεφαλής, καλύπτρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < σκεπάζω + επίθημα -τρον (πρβλ. κρέμασ-τρον, πίεσ-τρον)].
Dictionary of Greek. 2013.